- λαοφόνος
- λᾱο-φόνος, ον,A slaying the people,
δόρυ B.12.120
;Διομήδης Theoc.17.53
;ξίφος IG14.1294
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δόρυ B.12.120
;Διομήδης Theoc.17.53
;ξίφος IG14.1294
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαοφόνος — λαοφόνος, ον (Α) αυτός που καταστρέφει τους ανθρώπους («λαοφόνον δόρυ», Βακχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + φόνος (< θείνω* «φονεύω»), πρβλ. δολο φόνος, θηρο φόνος] … Dictionary of Greek
λαοφόνον — λᾱοφόνον , λαοφόνος slaying the people masc/fem acc sg λᾱοφόνον , λαοφόνος slaying the people neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαο- — (AM λαο ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος,… … Dictionary of Greek